Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΜΠΟΜΠ ΜΑΡΛΕΥ. Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΡΕΓΚΕ


Ήταν ο Βασιλιάς της Ρέγκε και νονός της ραπ και του Χιπ-Χοπ. Έζησε μια πολυτάραχη ζωή σε μόλις 36 χρόνια, αλλά ακόμη και τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του ο θρύλος παραμένει ζωντανός και κυρίως η μουσική και ο ρυθμός του. Ο Μπομπ Μάρλευ αγαπήθηκε όσοι λίγοι καλλιτέχνες από ολόκληρο τον κόσμο. Ένα όνομα παγκοσμίου βεληνεκούς με γεμάτες κόσμο συναυλίες όπου κι αν εμφανιζόταν. Το άλμπουμ «Legend», που κυκλοφόρησε τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, το 84 και περιέχει τις μεγαλύτερες επιτυχίες του, έχει γίνει 10 φορές πλατινένιο, με πωλήσεις που ξεπερνούν σήμερα τα 12 εκατομμύρια αντίτυπα. Ο Μάρλευ έκανε γνωστή τη ρέγκε που είναι ένα κράμα σκα, τζαμαϊκανής μουσικής δηλαδή, ρυθμ εντ μπλουζ, και ροκ. Πολύ γρήγορα έγινε λαϊκό είδωλο και τραγούδησε τον έρωτα, την αγάπη, την καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς ενώ καυτηρίαζε την στάση των πλούσιων κατά των φτωχών λαών.
Γεννήθηκε το 1945 στο χωριό Νάιν Μάιλς ως Ρόμπερτ Νέστα Μάρλεϊ. Ήταν γιος του άγγλου λευκού στρατιωτικού Νόρβαλ και της δεκαοκτάχρονης ντόπιας Σιντέλα. Ο πατέρας του ζούσε στο Λίβερπουλ, αλλά βοηθούσε οικονομικά τον μικρό του γιο και τη μητέρα του, μέχρι τον θάνατό του το 1955. Ο Μπομπ μεγάλωσε σε τενεκεδούπολη και σε ηλικία 14ων ετών, εγκατέλειψε το σχολείο για να δουλέψει  ως βοηθός οξυγονοκολλητή. Μαζί με 2 φίλους του το 1962 σχημάτισε ένα γκρουπ με την ονομασία «The Teenagers» και μετά από συνεχείς αλλαγές κατέληξαν στην ονομασία «Γουέιλερς». H επιτυχία δεν ήρθε και ο Μάρλεϊ αναγκάσθηκε να μετακομίζει με τη γυναίκα του Ρίτα Άντερσον στο πατρικό της σπίτι στις ΗΠΑ, όπου δούλεψε ως εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία. Η μισθωτή εργασία δεν τον ενθουσίασε και το 1967 επέστρεψε πάλι στο νησί του για να ασχοληθεί με τη μουσική. Τότε έγινε μέλος του κινήματος των Ρασταφάρι και υιοθέτησε τα χαρακτηριστικά κοτσιδάκια που έγιναν το σήμα κατατεθέν και αργότερα παγκόσμια μόδα. Οι ράσταφάρι είναι ένα κράμα από βιβλικές προφητείες με φιλοσοφία την επιστροφή στη φύση αλλά και ένθερμοι υποστηρικτές του μαύρου εθνικισμού που αποθεώνει τη λατρεία της μαριχουάνας.
Το 1975 σημειώνει την πρώτη παγκόσμια επιτυχία του με το τραγούδι «No Woman, No Cry». Το Δεκέμβριο του 1976 ο Μάρλεϊ επιστρέφει με δόξα και τιμές στην Τζαμάικα για να συμβάλει στην εκτόνωση των πολιτικών συγκρούσεων, αλλά παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε απόπειρα δολοφονίας. Εγκαταλείπει άρον-άρον το νησί και εγκαθίσταται στο Λονδίνο ώσπου τον Ιούλιο του 77 ένοιωσε ενοχλήσεις στο μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού. Υποβλήθηκε σε εξετάσεις και οι γιατροί διέγνωσαν κακοήθες μελάνωμα. Του ζήτησαν να προχωρήσουν σε ακρωτηριασμό του δαχτύλου του για να σώσουν τη ζωή του, αλλά αυτός αρνήθηκε, επειδή του το απαγόρευαν οι πεποιθήσεις του ως Ρασταφάρι. Ακόμη αρνήθηκε να συντάξει διαθήκη για να διευθετήσει τα περίπλοκα περιουσιακά του στοιχεία αφού είχε αποκτήσει 12 παιδιά από 8 διαφορετικές γυναίκες. Ο καρκίνος γρήγορα εξαπλώθηκε στα ζωτικά του όργανα. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1980 έδωσε την τελευταία του συναυλία στο Πίτσμπουργκ. Βρισκόταν ένα βήμα από τον θάνατο όταν κάλεσε ένα διάσημο γερμανό γιατρό για να τον θεραπεύσει. Μάταια όμως, ο καρκίνος βρισκόταν στο τελευταίο του στάδιο..
Ο Μπομπ Μάρλεϊ πέρασε στην αιωνιότητα το πρωί της 11ης Μαΐου 1981 σε νοσοκομείο του Μαϊάμι στην πρώιμη ηλικία των 36 ετών. Η ημερομηνία γέννησής του, 6η Φεβρουαρίου, τιμάται ως Εθνική Εορτή στη Τζαμάικα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου